ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
ξυλένιο — το χημ. το ξυλόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. xylene (< ξύλο + κατάλ. τής χημικής ορολογίας ένιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Προμηθεύς] … Dictionary of Greek
ξυλίτης — ο (Α ξυλίτης, θηλ. ξυλῑτις, ίτιδος) νεοελλ. 1. χημ. αζωτούχα κυκλική και αρωματική ένωση, γνωστή και ως τρινιτρο μ ξυλόλιο, που χρησιμοποιείται ως ισχυρή εκρηκτική ύλη αρχ. 1. ως επίθ. αυτός που μοιάζει με ξύλο 2. ως ουσ. ονομασία ενός είδους… … Dictionary of Greek
ορθο- — (II) χημ. α) πρόθεμα που χρησιμοποιείται στην ανόργανη και στην οργανική χημεία για να χαρακτηρίσει τα οξέα με κανονικό βαθμό ενυδάτωσης (α. «ορθομυρμηκικό οξύ» β. «ορθοφωσφορικό οξύ») β) πρόθεμα που χρησιμοποιείται στην οργανική χημεία στην… … Dictionary of Greek
πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek